μυτάρα

μυτάρα
η (Μ μυτάρα), μεγάλη μύτη, μύτος, μύταρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • μύταρος — ο [μύτη] μεγάλη μύτη, μυτάρα …   Dictionary of Greek

  • μύτος — ο μύταρος, μεγάλη μύτη, μυτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. καλάθι: κάλαθος)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βορρέ (Παιανία Αττικής) — Η συλλογή σύγχρονης ελληνικής τέχνης και λαογραφίας του συλλέκτη και πρώην δημάρχου Παιανίας Ίωνα Βορρέ εκτίθεται σε ένα συγκρότημα παλαιών και νέων κτιρίων με κήπους και αυλές, συνολικής έκτασης 18 στρεμμάτων, στις ανατολικές παρειές του Υμηττού …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου — Το μουσείο στεγάζεται από τον Ιούλιο του 2002 στην καινούργια στέγη του, σε ένα επιβλητικό νεοκλασικό μέγαρο που δώρισε στον δήμο Ροδίων το ζεύγος Ιωάννη και Πάολας Νεστορίδου. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του, που σήμερα αριθμεί περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κορινθία. 1. Ανδρίκος. Αδελφός του Σωτήριου (βλ. 5.). Κατά την πολιορκία του Ακροκόρινθου από τους επίσκοπο Δαμαλών Ιωνά, Πετμεζά και Γ. Κριεζή (23 Μαρτίου 1821), πιάστηκε όμηρος και φυλακίστηκε στο φρούριο της… …   Dictionary of Greek

  • Πεντεδέκας, Κωνσταντίνος — (Ιωάννινα τέλη 18ου αι. – Ναύπλιο 1833). Ηπειρώτης έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη γενέτειρά του και στη Μολδαβία, όπου και εγκαταστάθηκε τελικά, για να επιδοθεί στο εμπόριο. Το 1816, όταν βρισκόταν στη Μόσχα, μυήθηκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”